- κείνῃσιν
- ἐκεῖνοςthe person therefem dat pl (epic ionic)κεῖνοςthe person therefem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεινῇσιν — κεινός fem dat pl (epic ionic) κενός empty fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδρομος — (I) ὁ, Α (σχετικά με πλοία) όρμος, αραξοβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρόμος]. (II) ον, Α 1. αυτός που τρέχει κάτω από κάτι («κείνῃσιν δ ὄχθησιν ὑπόδρομος ἤλυθεν Ἀργώ», Ορφ.) 2. ονομασία δηλητηριώδους αράχνης, ψύλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek